ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ - «Εξομολογήσεις γηραιάς πολυθρόνας»
Διάρκεια Έκθεσης: 24/01/2005 έως 12/02/2005«Εξομολογήσεις γηραιάς πολυθρόνας»
Η πρώτη λέξη που ο ίδιος ο Διονύσης Αναστασιάδης χρησιμοποιεί για να περιγράψει το έργο του είναι η «εμμονή». Εμμονή γιατί τα έργα της παρούσας δουλειάς του, ακρυλικά, νεροχρώματα, μελάνια και λευκά γύψινα ναΐδρια, απεικονίζουν το ίδιο πάντοτε θέμα χωρίς δισταγμό: Μια πολυθρόνα με δυσανάγνωστη ημερομηνία κατασκευής, με γραμμές μαλακές και γενναιόδωρες καμπύλες. Ένα κάθισμα με αδρά περιγράμματα, πλήρες από το ίδιο του το κενό.
Πριν από δέκα χρόνια, ο Αναστασιάδης βρήκε πεταμένη κοντά στο εργαστήριό του την ίδια αυτή πολυθρόνα που εξακολουθεί ως σήμερα να ζωγραφίζει, αφού την έσυρε ως εκεί. Απαλλαγμένη σταδιακά κατά την αναπαράστασή της από το κόκκινο χρώμα της αρχικής της ταυτότητας που την έδενε, κατά το ζωγράφο, με ένα περιττό σημειολογικό και συναισθηματικό βάρος, η πολυθρόνα παραμένει στο χώρο του εργαστηρίου όπου αρχικά τοποθετήθηκε, από τη στιγμή που ο ίδιος αποφάσισε να την καταστήσει σιωπηλό κοινωνό ενός δύσκολου, μοναχικού ταξιδιού προς την αλήθεια της τέχνης και την αυτογνωσία.
Η διαδικασία προετοιμασίας του ταξιδιού αυτού ξεκίνησε από την ίδια τη φόρμα. Κατανοώντας την και περιγράφοντάς την. Τεμαχίζοντάς την στα εξ ων συνετέθει, ανασυνθέτοντάς την και καταγράφοντάς την από την αρχή. Καταργώντας και επινοώντας εκ νέου την τρίτη της διάσταση. Μετασκευάζοντας τις γραμμές της σε χρώμα και όγκους, που προσεγγίζονται μέσα από τη χρήση διαφορετικών υλικών: όταν τα ακρυλικά και τα μελάνια δεν επαρκούν, ο Αναστασιάδης βουτά τα χέρια του στο ρευστό γύψο, επινοώντας μια δική του τεχνική που συνδέεται με τη νωπογραφία. Καθώς ο θεατής των έργων αυτών αντιλαμβάνεται την πεμπτουσία της φόρμας, την πρωτογενή ύλη του καθίσματος, αναγιγνώσκοντάς την πάνω από τα σβησίματα, ιχνηλατώντας τα περιγράμματά της ακόμη και στα σημεία όπου αυτά μεταπλάθονται σε άμορφους όγκους, θα έλεγα ότι το στοίχημα έχει κερδηθεί: η φόρμα τιθασεύεται υπό το βλέμμα και το χρωστήρα του ζωγράφου και παραμένει διακριτή, όποια περιπέτεια και εάν έχει υποστεί.
Το δεύτερο κλειδί για την ερμηνεία των έργων αυτών, είναι η αγωνία του ζωγράφου για την απουσία κατοίκησης της πολυθρόνας που στέκει αντίκρυ του. Στην πορεία αυτών των ετών, καθώς αναμετριόταν με την ύλη και τις τεχνικές, επιχειρούσε ταυτόχρονα να συμφιλιωθεί με τις προσωπικές του απώλειες. Οι πολυθρόνες του Αναστασιάδη στέκουν αδειανές μπροστά στο βλέμμα του θεατή, όμως τίποτε δεν είναι εδώ πιο δυνατό από την αίσθηση ότι θα έπρεπε να είναι γεμάτες. Γεμάτες από παρουσία και ομιλία. Από φιλία και έρωτα. Από κουβέντες απαλές ή λέξεις θλιμμένες. Όσο πιο άνετες τις ζωγραφίζει, τόσο περισσότερο μαντεύουμε το σομιέ τους να τρίζει από το βάρος αυτών που αναπαύθηκαν κι αποκοιμήθηκαν εντός τους. Όσο περισσότερο θυμίζουν ανοιχτή αγκαλιά, τόσο η αίσθηση της απώλειας απλώνεται στον καμβά. Η αίσθηση αυτή, η «παρουσία της απουσίας», όπως την αποκαλεί ο ζωγράφος, γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν η πολυθρόνα στήνεται στον καμβά μετωπικά. Ίσως τότε -ηθελημένα- εγκαλεί τον ίδιο το θεατή να την καταλάβει, καταλύοντας το ενοχλητικό κενό. Ίσως, πάλι, το μετωπικό κάθισμα, να προσφέρεται συμβολικά στον ίδιο το ζωγράφο, - όχημα επικουρικό στη διαδικασία της αυτογνωσίας που ο ίδιος έχει αποφασίσει για τον εαυτό του. Είναι η πολυθρόνα του ψυχαναλυτή, ή το –σχεδόν- ντιβάνι του ψυχαναλυόμενου; Ο ρόλος της είναι μάλλον διττός. Κι ο καλλιτέχνης, άλλοτε ως θεράπων και άλλοτε ως θεραπευόμενος, μπορεί απλά να συνεχίσει να ζωγραφίζει.
Ένα τρίτο σημείο που απασχολεί τον Αναστασιάδη, είναι η σύνδεση της τωρινής διαπραγμάτευσης της φόρμας με τους ισχύοντες κώδικες επεξεργασίας της στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ο ίδιος θεωρεί ότι η σύνδεση αυτή, βασισμένη στη διαπίστωση μιας αφαιρετικής συγγένειας, ενισχύει τα όσα πρεσβεύει για την αλήθεια της σύγχρονης τέχνης, και επαληθεύει την ταύτιση των όσων ο καλλιτέχνης διαχρονικά επιχειρεί να πει, επικαλούμενος το λεξιλόγιο που έχει στη διάθεσή του. Το βούλιαγμα του καθίσματος, οδήγησε τον Αναστασιάδη στην ανάγκη να βουλιάξει την ίδια την ύλη. Αντιλαμβανόμενος ότι η γραφή του είναι λίγο τραχιά, θέλησε να ασχοληθεί με τη γλυπτική και εντέλει να πλησιάσει το αίσθημα των κλασικών αναγλύφων, επικαλούμενος τη λεπτότητα και τις καμπύλες τους. Προχώρησε έτσι στη δημιουργία μικρών, εύπλαστων γλυπτών από γύψο, που ολοκληρώνουν την ενότητα των καθισμάτων. Στα αρχαία ελληνικά επιτύμβια, από όπου τα γλυπτά του Αναστασιάδη εμφανώς προκύπτουν, ο νεκρός, σε ένδειξη σεβασμού, απεικονίζεται καθιστός. Ο δια χειραψίας χαιρετισμός των ζώντων, η δεξίωσις, είναι ο ύστατος φόρος τιμής. Στην αποσπασματική διευθέτηση των αναγλύφων του Αναστασιάδη, για μία ακόμη φορά, οι ανθρώπινες φιγούρες απουσιάζουν. Ωστόσο, οι εσοχές γίνονται μικρές σιωπές, και οι έξεργες επιφάνειες, οι ομιλίες των τεθνεόντων. Στις τελευταίες απόπειρες της ενότητας, στην άκρη του καθίσματος, προστίθεται μια αδρότατη φιγούρα, βαλμένη εκεί σχεδόν από λάθος, σαν να ξέφυγε από τα δάχτυλα με τη δική της βούληση.
Ίσως ετούτη να είναι η άκρη του νήματος για μια νέα ενότητα έργων, βασισμένη κι αυτή στη δεδηλωμένη εμμονή του Αναστασιάδη, που δεν είναι η παλιά του πολυθρόνα, αλλά η βαθύτατη επιθυμία της κορύφωσης της εικαστικής πράξης.
Ίρις Κρητικού
Ιανουάριος 2005
- ΣΥΜΜΕΤEΧOΝΤΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
- Αναστασιάδης Διονύσης
Ενημέρωση: 28-01-2011 16:03